- ζαλώνω
- μετ. нагружать, взваливать на спину;
ζαλώνω τό μουλάρι ξύλα — нагружать мула дровами;
ζαλώνομαι см. ζαλικώνουμαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαλώνω τό μουλάρι ξύλα — нагружать мула дровами;
ζαλώνομαι см. ζαλικώνουμαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαλώνω — ζαλώνω, ζάλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ζαλώνω — 1. φορτώνω κάποιον ή κάτι τοποθετώντας το φορτίο στην πλάτη του 2. μέσ. ζαλώνομαι φορτώνομαι («προχτές... ζαλώθη ένα δαμάλι», Κρυστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζαλίκι] … Dictionary of Greek
ζαλώνω — ζαλώθηκα, ζαλωμένος, βλ. ζαλικώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζάλωτος — η, ο [ζαλώνω] αυτός που δεν ζαλώθηκε, που δεν φορτώθηκε με βάρη στους ώμους ή στα χέρια του … Dictionary of Greek
ζαλωτά — επίρρ. [ζαλώνω] στην πλάτη, στον ώμο … Dictionary of Greek
ζαλικώνω — ζαλικώνω, ζαλίκωσα βλ. πίν. 3 και πρβλ. ζαλώνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής